- κορυφολόγημα
- τοβλ. κορφολόγημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορφολόγημα — και κορυφολόγημα, το (γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση τής καρποφορίας, στην επιτάχυνση τής συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για… … Dictionary of Greek